παραβλωψ

παραβλωψ
    παραβλώψ
    παρα-βλώψ
    -ῶπος adj. глядящий искоса или вбок, косящий
    

(Λιταὴ παραβλῶπες ὀφθαλμώ Hom.; παραβλῶπες ὀφθαλμοί Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραβλωψ" в других словарях:

  • παραβλώψ — looking askance masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλῶπα — παραβλώψ looking askance masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλῶπας — παραβλώψ looking askance masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλῶπες — παραβλώψ looking askance masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλήτης — κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) [κήλη] αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.) …   Dictionary of Greek

  • παραβλώπας — ο / παραβλώψ, ῶπος, ΝΑ αυτός που κοιτάζει με πλάγιο τρόπο, και ιδίως αυτός που στραβίζει, ο αλλήθωρος αρχ. τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * βλώψ (< βλέπω), πρβλ. υπο βλώψ] …   Dictionary of Greek

  • παραβλώπισμα — τὸ, Μ λοξό κοίταγμα, αλληθώρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβλώψ, ῶπος + κατάλ. ισμα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»